λωβώμαι

λωβώμαι
λωβῶμαι, -άομαι (AM, Α και ιων. τ. λωβοῡμαι, -έομαι και λωβεῡμαι) [λώβη]
(κυρίως το μεσοπαθ. και σπάν. το ενεργ. λωβῶ, -άω)
1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ
2. ζημιώνω, βλάπτω
αρχ.
1. υβρίζω, ενεργώ υβριστικά, προσβάλλω («λώβης... ἣν ἐμὲ λωβήσασθε» — ύβρη με την οποία μέ υβρίσατε, Ομ. Ιλ.)
2. ατιμάζω, διαφθείρω («ἀνδρῶν εὔνιδας λωβώμενοι», Ευρ.)
3. ακρωτηριάζω («ἑωυτὸν λωβᾱται λώβην ἀνήκεστον», Ηρόδ.)
4. επιφέρω άτιμο τέλος, καταστρέφω («ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.)
5. (για βαριά εργασία) καταπονώ («τὰ σώματα λωβῶνται», Αριστοτ.)
6. λεηλατώ, λαφυραγωγώ («τὴν πόλιν ἐμπρήσαντες καὶ κατασκάψαντες καὶ λωβησάμενοι», Πολ.)
7. (για πρόσ.) πάσχω από λέπρα, είμαι λεπρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λωβῶμαι — λωβάομαι outrage pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) λωβάομαι outrage pres ind mp 1st sg λωβάομαι outrage pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) λωβάζω fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλωβώ — διαλωβῶ ( άω) (AM) 1. κολοβώνω, κουτσουρεύω 2. μέσ. διαλωβῶμαι (επιτατ. τ. τού λωβῶμαι) α) ακρωτηριάζω, κολοβώνω β) βασανίζω …   Dictionary of Greek

  • θεολωβήτης — θεολωβήτης, ό (Α) αυτός που βρίζει τους θεούς, ο βλάσφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + λωβητής (< λωβώμαι)] …   Dictionary of Greek

  • λωβάζω — (Α) (εσφ. γρφ.) λωβῶμαι* …   Dictionary of Greek

  • λωβήτωρ — λωβήτωρ, ορος, ὁ (Α) λωβητήρ,* βλαβερός, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωβώμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. ηγή τωρ, νική τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • λωβητής — λωβητής, ὁ (Α) [λωβώμαι] λωβητήρ* («λωβηταί τέχνης» αυτοί που ατιμάζουν το επάγγελμά τους», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • λωβητός — λωβητός, ή, όν (Α) [λωβώμαι] 1. αυτός που κακοποιήθηκε, που ατιμάστηκε («κείνης ὁρῶν λωβητὸν εἶδος», Σοφ.) 2. υβριστικός, προσβλητικός, ονειδιστικός («αἰσχρὰ καὶ λωβήτ ἔπη», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • λωβώ — (I) λωβῶ, όω (AM) [λώβα] μσν. μέσ. λωβοῡμαι, όομαι προσβάλλομαι από λέπρα ή είμαι λεπρός αρχ. (για τη λέπρα) ακρωτηριάζω. (II) λωβῶ, άω και έω (Α) βλ. λωβῶμαι …   Dictionary of Greek

  • λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • λώβημα — λώβημα, τὸ (AM) [λωβώμαι] 1. κακοποίηση, βλάβη 2. όνειδος, αίσχος, ατιμία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”